επιξηραίνω

επιξηραίνω
(Α ἐπιξηραίνω)
ξηραίνω κάτι στην επιφάνεια
αρχ.
1. ξεραίνομαι κατά διαλείμματα
2. γίνομαι αποξηραντής
3. συμπυκνώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιξηραντικός — ἐπιξηραντικός, ή, ό (Α) [επιξηραίνω] αυτός που ξηραίνει την επιφάνεια κάποιου πράγματος …   Dictionary of Greek

  • επιξηρασία — ἐπιξηρασία, ἡ (Α) [επιξηραίνω] η ξηρασία τής επιφάνειας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”